- κώδυια
- κώδυια, ἡ (Α)1. κεφαλή2. το επάνω μέρος τής κλεψύδρας.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. κώδεια].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κωδυία — κωδυίᾱ , κώδυια head fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωδυίας — κωδυίᾱς , κώδυια head fem acc pl κωδυίᾱς , κώδυια head fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κώδεια — κώδεια, ἡ (Α) 1. κεφάλι («ὁ δὲ φή κώδειαν ἀνασχών», Ομ. Ιλ.) 2. η κεφαλή ή ο βολβός ορισμένων φυτών, όπως λ.χ. τού σκόρδου 3. η κάψα ορισμένων φυτών, όπως λ.χ. τής παπαρούνας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ως αρχικός τ. θεωρείται η λ. κώδυια οι λ.… … Dictionary of Greek
κώδων — και κώδωνας, ο (AM κώδων, ωνος, Μ και κούδων) μεταλλικό κοίλο όργανο, με ανομοιογενές πάχος, σε σχήμα κόλουρου κώνου, που αναδίδει παλμώδη ήχο όταν χτυπά στα τοιχώματά του γλωσσίδι ή ρόπτρο, το κουδούνι (α. «κι ευήχων κωδώνων ρυθμός πληροί τον… … Dictionary of Greek